γερός
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | γερός | γερή | γερό |
γενική | γερού | γερής | γερού |
αιτιατική | γερό | γερή | γερό |
κλητική | γερέ | γερή | γερό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | γεροί | γερές | γερά |
γενική | γερών | γερών | γερών |
αιτιατική | γερούς | γερές | γερά |
κλητική | γεροί | γερές | γερά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερός < ελληνιστική κοινή γερός < *ὑγηρός < αρχαία ελληνική ὑγιηρός < ὑγιής
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γερός, -ή, -ό
- δυνατός, που έχει σωματική δύναμη
- χρειάστηκαν τρεις γεροί άντρες για να μετακινήσουν το πιάνο
- υγιής
- σου εύχομαι να 'σαι γερός και δυνατός μέχρι τα βαθιά γεράματα
- ικανός σε κάποιον τομέα
- ο γιος της είναι πολύ γερός στα μαθηματικά
- ισχυρός, που καταφέρεται με δύναμη (και μεταφορικά)
- έφαγε μια γερή σφαλιάρα
- πέρασε μια γερή γρίπη, αλλά τώρα είναι καλά