γερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γέρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερός η γερή το γερό
      γενική του γερού της γερής του γερού
    αιτιατική τον γερό τη γερή το γερό
     κλητική γερέ γερή γερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροί οι γερές τα γερά
      γενική των γερών των γερών των γερών
    αιτιατική τους γερούς τις γερές τα γερά
     κλητική γεροί γερές γερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γερός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ρός
τονικό παρώνυμο: γέρος

Επίθετο[επεξεργασία]

γερός, -ή, -ό

  1. δυνατός, που έχει σωματική δύναμη
    Χρειάστηκαν τρεις γεροί άντρες για να μετακινήσουν το πιάνο.
  2. υγιής
    Σου εύχομαι να 'σαι γερός και δυνατός μέχρι τα βαθιά γεράματα.
  3. ικανός σε κάποιον τομέα
    Ο γιος της είναι πολύ γερός στα μαθηματικά.
  4. ισχυρός, που καταφέρεται με δύναμη (και μεταφορικά)
    έφαγε μια γερή σφαλιάρα
    πέρασε μια γερή γρίπη, αλλά τώρα είναι καλά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γερός γερᾱ́ τὸ γερόν
      γενική τοῦ γεροῦ τῆς γερᾶς τοῦ γεροῦ
      δοτική τῷ γερ τῇ γερ τῷ γερ
    αιτιατική τὸν γερόν τὴν γερᾱ́ν τὸ γερόν
     κλητική ! γερέ γερᾱ́ γερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γεροί αἱ γεραί τὰ γερᾰ́
      γενική τῶν γερῶν τῶν γερῶν τῶν γερῶν
      δοτική τοῖς γεροῖς ταῖς γεραῖς τοῖς γεροῖς
    αιτιατική τοὺς γερούς τὰς γερᾱ́ς τὰ γερᾰ́
     κλητική ! γεροί γεραί γερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γερώ τὼ γερᾱ́ τὼ γερώ
      γεν-δοτ τοῖν γεροῖν τοῖν γεραῖν τοῖν γεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερός < αμάρτυρος τύπος *ὑγηρός με αποβολή του άτονου αρχικου φωνήεντος και τροπη [ir] > [er] < αρχαία ελληνική ὑγιηρός με απλοποίηση των δύο φωνηέντων ⟨ιη⟩ [1] < ὑγι(ής) + -ηρός > -ερός [2]

Επίθετο[επεξεργασία]

γερός, -ά, -όν

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. γερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ὑγι-ηρός, στο λήμμα «ὑγιής» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]