ὑγιής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υγιής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῠ῾γιεσ-
ονομαστική / ὑγιής τὸ ὑγιές
      γενική τοῦ/τῆς ὑγιοῦς τοῦ ὑγιοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὑγιεῖ τῷ ὑγιεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑγι
ὑγιέα > ὑγι
τὸ ὑγιές
     κλητική ! ὑγιές ὑγιές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑγιεῖς τὰ ὑγι
σπανιότερα: ὑγι
      γενική τῶν ὑγιῶν τῶν ὑγιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑγιέσ(ν) τοῖς ὑγιέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑγιεῖς
σπανιότερα: ὑγιᾶς
τὰ ὑγι
σπανιότερα: ὑγι
     κλητική ! ὑγιεῖς ὑγι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑγιεῖ/ὑγι τὼ ὑγιεῖ/ὑγι
      γεν-δοτ τοῖν ὑγιοῖν τοῖν ὑγιοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑγιής < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή: πιθανό πρώτο συνθετικό: *h₁su- (καλός, γενναίος δείτε και εὖ, ἐΰς) + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeyh₃- (ενέργεια, βίος, ζω) + κατάληξη *-ḗs. Κυριολεκτικά: μακρός, καλός βίος). Κατ' άλλη άποψη, με πρώτο συνθετικό την αρχαία πρόθεση ὑ- (όπως στο ὕστερος), ισοδύναμη με το ἐπί, που θα οδηγούσε σε σημασία παρόμοια με του ρήματος ἐπιβιῶ.[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑγιής, -ής, -ές, συγκριτικός:ὑγιέστερος/(ὑγιώτερος), υπερθετικός: ὑγιέστατος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

σπανιότερα:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ὑγι- 

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. υγιής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]