γενναίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενναίος | η | γενναία | το | γενναίο |
γενική | του | γενναίου | της | γενναίας | του | γενναίου |
αιτιατική | τον | γενναίο | τη | γενναία | το | γενναίο |
κλητική | γενναίε | γενναία | γενναίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενναίοι | οι | γενναίες | τα | γενναία |
γενική | των | γενναίων | των | γενναίων | των | γενναίων |
αιτιατική | τους | γενναίους | τις | γενναίες | τα | γενναία |
κλητική | γενναίοι | γενναίες | γενναία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενναίος < αρχαία ελληνική γενναῖος < γέν-ος ή γέννα
Επίθετο[επεξεργασία]
γενναίος
- που δείχνει ή χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, που αντιμετωπίζει τους κινδύνους ή τις αντιξοότητες χωρίς να δειλιάσει, που δείχνει θάρρος και ταυτόχρονα υψηλό ήθος
- πλουσιοπάροχος, γενναιόδωρος
- ο υπουργός υποσχέθηκε γενναίες αυξήσεις στους μισθωτούς