brave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
brave (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
brave (en)
- ξεπερνώ τον (αρχικό) φόβο μου και τολμώ
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά
[επεξεργασία]
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
brave (io)