Μετάβαση στο περιεχόμενο

bold

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός bold
συγκριτικός bolder
υπερθετικός boldest

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /boʊld/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

bold (en)

  1. τολμηρός
      A bold politician can make radical reforms.
    Ένας τολμηρός πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
      He succeeded because he is a bold businessman.
    Πέτυχε, γιατί είναι τολμηρός επιχειρηματίας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη daring
  2. (τυπογραφία) έντονος
      For allergens, see ingredients in bold.
    Για αλλεργιογόνα, βλέπε συστατικά με έντονο χρώμα.
  3. έντονος, καθαρός, για σχήμα, χρώμα, γραμμές κτλ. που μπορεί κανείς να δει εύκολα με καθαρές γραμμές
      the bold outline of a tree - το έντονο/καθαρό περίγραμμα ενός δέντρου