bold
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | bold |
συγκριτικός | bolder |
υπερθετικός | boldest |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]bold (en)
- τολμηρός
- (τυπογραφία) έντονος
- ⮡ For allergens, see ingredients in bold.
- Για αλλεργιογόνα, βλέπε συστατικά με έντονο χρώμα.
- ⮡ For allergens, see ingredients in bold.
- έντονος, καθαρός, για σχήμα, χρώμα, γραμμές κτλ. που μπορεί κανείς να δει εύκολα με καθαρές γραμμές
- ⮡ the bold outline of a tree - το έντονο/καθαρό περίγραμμα ενός δέντρου