bravade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bravade < (άμεσο δάνειο) ιταλική bravata < bravare, κάνω τον γενναίο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bʁa.vad/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bravade bravades

bravade (fr) θηλυκό

  1. το νταϊλίκι
  2. o λεονταρισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη brave