bravade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bravade < (άμεσο δάνειο) ιταλική bravata < bravare, κάνω τον γενναίο
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bravade | bravades |
bravade (fr) θηλυκό
- το νταϊλίκι
- o λεονταρισμός
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη brave