gallant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gallant (en)
- γενναίος
- μεγαλοπρεπής
- επιδεικτικός
- αβρός προς τις γυναίκες
- ερωτιάρης