τολμάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τολμάω < τολμ(ώ) + -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τολμῶ, συνηρημένος τύπος του τολμάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tolˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τολ‐μά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

τολμάω/τολμώ, αόρ.: τόλμησα, παθ.φωνή: τολμιέμαι/τολμώμαι, π.αόρ.: τολμήθηκα, μτχ.π.π.: τολμημένος

  1. ενεργώ χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμούς, κάνω κάτι με τόλμη
    Κανείς δεν τολμάει να του πει την αλήθεια.
  2. κάνω ή λέω κάτι με θράσος, ξεπερνάω τα όρια
    Πώς τολμάς και μιλάς έτσι στους γονείς σου;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τόλμη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]