κοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοτῶ → και δείτε τη λέξη κοτάω
Ρήμα[επεξεργασία]
κοτώ
- σπανιότερη μορφή του κοτάω