άφοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφοβος η άφοβη το άφοβο
      γενική του άφοβου της άφοβης του άφοβου
    αιτιατική τον άφοβο την άφοβη το άφοβο
     κλητική άφοβε άφοβη άφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφοβοι οι άφοβες τα άφοβα
      γενική των άφοβων των άφοβων των άφοβων
    αιτιατική τους άφοβους τις άφοβες τα άφοβα
     κλητική άφοβοι άφοβες άφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άφοβος < αρχαία ελληνική ἄφοβος,ος,ον

Επίθετο[επεξεργασία]

άφοβος,η,ο

  • που δεν φοβάται

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]