αθεόφοβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αθεόφοβος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός για κάποιον που ξεπερνάει τα αποδεκτά όρια· μπορεί να εκφράζει είτε αποδοκιμασία είτε θαυμασμό
- βρε αθεόφοβε, τι ήταν πάλι αυτό που έκανες;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθεόφοβος
|