θεός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θεός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεός οι θεοί
      γενική του θεού των θεών
    αιτιατική τον θεό τους θεούς
     κλητική θεέ (θε) θεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απεικόνιση των θεών του Ολύμπου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεός με πολλές εκδοχές ετυμολόγησης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θeˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεός αρσενικό (θηλυκό θεά και θέαινα)

  1. (θρησκεία) αθάνατο ον, με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ιδιότητες που του απονέμεται λατρεία
    συμπυκνωμένη προσωποποίηση της θεωρούμενης συμπαντικής αυτενέργειας
  2. (θρησκεία, με κεφαλαίο αρχικό) Θεός το μεταφυσικό παντοδύναμο ον που σύμφωνα με τις μονοθεϊστικές θρησκευτικές ιδέες δημιούργησε τον κόσμο και τον κυβερνά
  3. (μεταφορικά) ό,τι σεβόμαστε ή λατρεύουμε υπερβολικά
  4. (μεταφορικά) άτομο εξαιρετικής ωραιότητας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο από μηχανής θεός (ὁ ἀπὸ μηχανῆς Θεός): πρόσωπο που ανέλπιστα παρουσιάζεται και δίνει λύση σε δύσκολη κατάσταση (προήλθε από το θεό που παρουσιαζόταν με γερανό στο τέλος πολλών αρχαίων τραγωδιών για να δώσει λύση)
  • Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου αποτελούσαν το Δωδεκάθεο
  • Είναι θεά! (πολύ όμορφη γυναίκα)
  • Ο άγνωστος θεός (επιγραφή σε λατρευτικό μνημείο για άγνωστη θεότητα που τιμούσαν οι Αθηναίοι και που οι Χριστιανοί συνέδεσαν αυθεύρετα με τον Πλατωνικό μονοθεϊσμό χωρίς ν' αναφέρουν την Πλατωνική Μετενσάρκωση ούτε το γεγονός ότι ο Πλατωνικός Ορφισμός ήταν διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα απ' την επικρατούσα θρησκεία)
  • προς θεού: για να δηλωθεί πολύ έντονη αντίρρηση (αποτρεπτικό)
    προς θεού, μην το κάνεις αυτό το πράγμα
  • Θεέ και Κύριε! Πώς έγινε αυτό; (έκπληξη και δέος)
  • Αυτός δεν έχει το θεό του (είναι ικανός για όλα επειδή δεν πιστεύει σε κανένα θεό)
  • δόξα τω θεώ, καλά είμαστε. Εσείς;
  • Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος (προϋποθέσεις για να τηρηθεί μια υπόσχεση)
  • ο θεός του πολέμου, η θεά του έρωτα κ.λπ.
  • ελέω θεού
  • δεν έχεις τον θεό σου

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεός οἱ θεοί
      γενική τοῦ θεοῦ τῶν θεῶν
      δοτική τῷ θε τοῖς θεοῖς
    αιτιατική τὸν θεόν τοὺς θεούς
     κλητική ! (θεός, θεέ)* θεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεώ
γεν-δοτ τοῖν  θεοῖν
*Μεταγενέστροι τύποι.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεός, ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀃 (te-o). Πολλές εκδοχές ετυμολόγησης. Δε συνδέεται με τη λατινική deus, ούτε με λέξεις παλιότερων υποθέσεων (όπως θόος ή θέω. Πιθανολογείται αναγωγή σε θέμα που υπάρχει και στο τίθημι[1] ως εξής: πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεός αρσενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. θεός στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές[επεξεργασία]