θεός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεός | οι | θεοί |
γενική | του | θεού | των | θεών |
αιτιατική | τον | θεό | τους | θεούς |
κλητική | θεέ (θε) | θεοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεός με πολλές εκδοχές ετυμολόγησης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεός αρσενικό (θηλυκό θεά και θέαινα)
- (θρησκεία) αθάνατο ον, με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ιδιότητες που του απονέμεται λατρεία
- συμπυκνωμένη προσωποποίηση της θεωρούμενης συμπαντικής αυτενέργειας
- (θρησκεία, με κεφαλαίο αρχικό) Θεός το μεταφυσικό παντοδύναμο ον που σύμφωνα με τις μονοθεϊστικές θρησκευτικές ιδέες δημιούργησε τον κόσμο και τον κυβερνά
- (μεταφορικά) ό,τι σεβόμαστε ή λατρεύουμε υπερβολικά
- (μεταφορικά) άτομο εξαιρετικής ωραιότητας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο από μηχανής θεός (ὁ ἀπὸ μηχανῆς Θεός): πρόσωπο που ανέλπιστα παρουσιάζεται και δίνει λύση σε δύσκολη κατάσταση (προήλθε από το θεό που παρουσιαζόταν με γερανό στο τέλος πολλών αρχαίων τραγωδιών για να δώσει λύση)
- Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου αποτελούσαν το Δωδεκάθεο
- Είναι θεά! (πολύ όμορφη γυναίκα)
- Ο άγνωστος θεός (επιγραφή σε λατρευτικό μνημείο για άγνωστη θεότητα που τιμούσαν οι Αθηναίοι και που οι Χριστιανοί συνέδεσαν αυθεύρετα με τον Πλατωνικό μονοθεϊσμό χωρίς ν' αναφέρουν την Πλατωνική Μετενσάρκωση ούτε το γεγονός ότι ο Πλατωνικός Ορφισμός ήταν διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα απ' την επικρατούσα θρησκεία)
- προς θεού: για να δηλωθεί πολύ έντονη αντίρρηση (αποτρεπτικό)
- προς θεού, μην το κάνεις αυτό το πράγμα
- Θεέ και Κύριε! Πώς έγινε αυτό; (έκπληξη και δέος)
- Αυτός δεν έχει το θεό του (είναι ικανός για όλα επειδή δεν πιστεύει σε κανένα θεό)
- δόξα τω θεώ, καλά είμαστε. Εσείς;
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος (προϋποθέσεις για να τηρηθεί μια υπόσχεση)
- ο θεός του πολέμου, η θεά του έρωτα κ.λπ.
- ελέω θεού
- δεν έχεις τον θεό σου
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως
- Θεογνωσία
- Θεοκίνητο
- Θεάρεστο
- θεογονία
- θεολογία
- θεοσοφία
- θεογνωσία
- θεόπεμπτος
- θεοσεβούμενος
- θεοσεβής
- θεόσταλτος
- θεομηνία
- θεοδικία
- θεοκρατικό
- θεοποίηση
- άθεος
- πολυθεϊστής
- πανθεϊστής
- Πάνθεον και πάνθεο
- θεόστραβος
- θεοσκότεινα
- θεόκουφος
- θεότρελος
- θεονήστικος
- θεόγυμνος
- θεόρατος
- θεούσα
- θεοφιλής
- Θεόφιλος
- Θεόδωρος
- θεουργία
- θεάνθρωπος
- Θεοφανώ
- Θεοφάνεια
- Θεοτόκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεός
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- θεός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θεός | οἱ | θεοί |
γενική | τοῦ | θεοῦ | τῶν | θεῶν |
δοτική | τῷ | θεῷ | τοῖς | θεοῖς |
αιτιατική | τὸν | θεόν | τοὺς | θεούς |
κλητική ὦ! | (θεός, θεέ)* | θεοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεοῖν | ||
*Μεταγενέστροι τύποι. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεός, ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀃 (te-o). Πολλές εκδοχές ετυμολόγησης. Δε συνδέεται με τη λατινική deus, ούτε με λέξεις παλιότερων υποθέσεων (όπως θόος ή θέω. Πιθανολογείται αναγωγή σε θέμα που υπάρχει και στο τίθημι[1] ως εξής: πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s [2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεός αρσενικό
[επεξεργασία]
- θεο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θεο- στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ θεός στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- θεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)