dio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dio (io)
- η μέρα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dio (it) αρσενικό (πληθυντικός dei)