Gott
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Gott | die Götter |
γενική | des Gottes | der Götter |
δοτική | dem Gott(e) | den Göttern |
αιτιατική | den Gott | die Götter |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Gott (de) (πληθυντικός Götter) αρσενικό, Göttin θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Gott behüte! - Θεός φυλάξοι!
- Gott sei Dank - ευτυχώς, δόξα τω Θεώ
- Alles ist gut gegangen, Gott sei Dank. - Ευτυχώς/Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά.
- Gott weiß - ένας θεός ξέρει
- Sie sind jetzt Gott weiß wo. - Πού είναι τώρα αυτοί ένας θεός ξέρει.
- Um Gottes Willen! - Για όνομα του Θεού!