Gott

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Gott die Götter
γενική des Gottes
Gotts
der Götter
δοτική dem Gott
Gotte
den Göttern
αιτιατική den Gott die Götter

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Gott < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική got < παλαιά άνω γερμανική got [1] < πρωτογερμανική *guða- [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɔt/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Gott (de) αρσενικό (θηλυκό : Göttin)

  1. (θρησκεία) ο θεός, η θεότητα
    die zwölf Götter des Olymps
    οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου
     συνώνυμα: Gottheit
  2. (συγκεκριμένα στον μονοθεϊσμό) ο Θεός
    Glaubst du an Gott?
    Πιστεύεις στον Θεό;
     αντώνυμα: Teufel
  3. (μεταφορικά) πολύ ταλαντούχος άνθρωπος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Gott behüte! - Θεός φυλάξοι!
  • Gott sei Dank - ευτυχώς, δόξα τω Θεώ
    Alles ist gut gegangen, Gott sei Dank. - Ευτυχώς/Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά.
  • Gott weiß - ένας θεός ξέρει
    Sie sind jetzt Gott weiß wo. - Πού είναι τώρα αυτοί ένας θεός ξέρει.
  • Mein Gott - Θεέ μου
  • Um Gottes Willen! - Για όνομα του Θεού!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Gott στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Gott - Duden online.
  2. Gott - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).