θεότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | θεότητα | θεότητες |
γενική | θεότητας | θεοτήτων |
αιτιατική | θεότητα | θεότητες |
κλητική | θεότητα | θεότητες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεότητα < ελληνιστική κοινή θεότης < αρχαία ελληνική θεός < πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θε.ˈɔ.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεότητα θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: θεός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεότητα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
θεότητα
- (ελληνιστική κοινή) θεότης, στην αιτιατική του ενικού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα'
- Νεοελληνικές λέξεις προέλευσης ελληνιστικής κοινής
- Νεοελληνικές λέξεις αρχαίας ελληνικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις πρωτοελληνικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Θρησκεία (ελληνικά)
- Κλιτές μορφές ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή