θεομηνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεομηνία < (ελληνιστική κοινή) < θεός + μῆνις (οργή του θεού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεομηνία θηλυκό
- η οργή, η μάνητα του θεού
- καταστροφικό φυσικό φαινόμενο,
- φοβερή κακοκαιρία