calamité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.la.mi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calamité | calamités |
calamité (fr) θηλυκό
- η συμφορά