όλεθρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Η βόμβα που έσπειρε τον όλεθρο στο Ναγκασάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όλεθρος οι όλεθροι
      γενική του ολέθρου
όλεθρου
των ολέθρων
    αιτιατική τον όλεθρο τους ολέθρους
όλεθρους
     κλητική όλεθρε όλεθροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όλεθρος < αρχαία ελληνικά, ὄλεθρος <ὄλλυμι και ολλύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όλεθρος αρσενικό

ο βομβαρδισμός έσπειρε τον όλεθρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]