όλεθρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όλεθρος | οι | όλεθροι |
γενική | του | ολέθρου & όλεθρου |
των | ολέθρων |
αιτιατική | τον | όλεθρο | τους | ολέθρους & όλεθρους |
κλητική | όλεθρε | όλεθροι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όλεθρος αρσενικό
- πολύ μεγάλη καταστροφή, τεράστιες απώλειες, μεγάλος χαμός, τρομερή βλάβη, αφανισμός, π.χ.
- ο βομβαρδισμός έσπειρε τον όλεθρο
[επεξεργασία]
- ανεξολόθρευτος
- αξολόθρευτος
- εξολοθρεύω, ξολοθρεύω & συγγενικά
- ολέθριος
- πανωλεθρία
- πανώλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όλεθρος