πανωλεθρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πανωλεθρία < αρχαία ελληνική πανωλεθρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανωλεθρία θηλυκό
- η μεγάλη καταστροφή, βαριά και εξευτελιστική ήττα, πολύ κακό αποτέλεσμα ενεργειών
- Η πανωλεθρία του Δράμαλη
- η ολοκληρωτική αποτυχία, η νίλα
- Οι εξετάσεις ήταν πανωλεθρία. Κανείς δεν έγραψε πάνω από τη βάση.
- Σκέτη πανωλεθρία!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πανωλεθρία < πᾶν + ὄλεθρος < ὄλλυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανωλεθρία θηλυκό
- ολοκληρωτική καταστροφή