échec

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échec échecs

échec (fr) αρσενικό

  1. η αποτυχία, τζίφος! (λαϊκότροπο)
  2. (σκάκι) échecs/jeu d'échecs, το σκάκι

Συγγενικά

[επεξεργασία]