désastre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désastre | désastres |
désastre (fr) αρσενικό
- η καταστροφή, η συμφορά, η συφορά, ο όλεθρος