από μηχανής θεός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | από μηχανής θεός | οι | από μηχανής θεοί |
γενική | του | από μηχανής θεού | των | από μηχανής θεών |
αιτιατική | τον | από μηχανής θεό | τους | από μηχανής θεούς |
κλητική | από μηχανής θεέ | από μηχανής θεοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- από μηχανής θεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπὸ μηχανῆς θεός → δείτε τις λέξεις από, μηχανή και θεός
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]από μηχανής θεός αρσενικό
- (θέατρο, στην αρχαία τραγωδία) θεϊκό πρόσωπο που εμφανίζεται στο τέλος του έργου για να δώσει λύση στο αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί η δράση· για να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, χρησιμοποιούνταν ένας ξύλινος γερανός (μηχανή)
- (μεταφορικά) απρόσμενος σωτήρας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] από μηχανής θεός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)