ἄφοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄφοβος < ἀ- στερητικό + φόβος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄφοβος, -ος, -ον

  1. που δεν φοβάται, ατρόμητος
  2. που δεν προξενεί φόβο