Μετάβαση στο περιεχόμενο

γενναίο

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γενναίο

  1. γενναίος, στην αιτιατική του ενικού

γενναίο, ουδέτερο του γενναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού