γενναιόδωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γενναιόδωρος
- αυτός που δίνει περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, που δίνει χωρίς να υπολογίζει
- γενναιόδωρη πράξη
- γενναιόδωρος προϋπολογισμός
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενναιόδωρος