τσιγκούνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιγκούνης η τσιγκούνα το τσιγκούνικο
      γενική του τσιγκούνη της τσιγκούνας του τσιγκούνικου
    αιτιατική τον τσιγκούνη την τσιγκούνα το τσιγκούνικο
     κλητική τσιγκούνη τσιγκούνα τσιγκούνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιγκούνηδες οι τσιγκούνες τα τσιγκούνικα
      γενική των τσιγκούνηδων των τσιγκούνικων
    αιτιατική τους τσιγκούνηδες τις τσιγκούνες τα τσιγκούνικα
     κλητική τσιγκούνηδες τσιγκούνες τσιγκούνικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιγκούνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çingene (τσιγγάνος) < ουγγρική cigány < σλαβικής προέλευσης cigan < μεσαιωνική ελληνική ἀτσίγγανος (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡu.nis/

Επίθετο[επεξεργασία]

τσιγκούνης, -α, -ικο

  1. (κυριολεκτικά) που δε θέλει να ξοδεύει καθόλου δικά του λεφτά και τα σκέφτεται συνέχεια
    Η Μαρία είναι τσιγκούνα. Το σκέφτεται να πάρει καινούρια παπούτσια, ενώ τα δικά της πάλιωσαν και δεν της λείπουν τα χρήματα.
  2. (μεταφορικά) που δεν προσφέρει τίποτα σε ψυχικό ή ηθικό επίπεδο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]