γαλαντόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλαντόμος, -α, -ο
- που φέρεται γενναιόδωρα, χωρίς να κάνει τσιγγουνιές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλαντόμος
|
|