ψυχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχικός < αρχαία ελληνική ψυχικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχικός
- ο σχετικός με την ψυχή
- ψυχικός κόσμος
- ψυχικό σθένος
- ψυχική νόσος
- ψυχικές διαταραχές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχικός < ψυχή
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχικός ουδέτερο