ψυχικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχικός | η | ψυχική | το | ψυχικό |
| γενική | του | ψυχικού | της | ψυχικής | του | ψυχικού |
| αιτιατική | τον | ψυχικό | την | ψυχική | το | ψυχικό |
| κλητική | ψυχικέ | ψυχική | ψυχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχικοί | οι | ψυχικές | τα | ψυχικά |
| γενική | των | ψυχικών | των | ψυχικών | των | ψυχικών |
| αιτιατική | τους | ψυχικούς | τις | ψυχικές | τα | ψυχικά |
| κλητική | ψυχικοί | ψυχικές | ψυχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχικός < αρχαία ελληνική ψυχικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την ψυχή
- ψυχικός κόσμος
- ψυχικό σθένος
- ψυχική νόσος
- ψυχικές διαταραχές
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχικός < ψυχή
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχικός
Πηγές
[επεξεργασία]- ψυχικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.