mental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mental (en)
- ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, διανοητικός, που συνδέεται ή συμβαίνει στο μυαλό· που περιλαμβάνει τη διαδικασία της σκέψης
- ↪ mental gifts/talents - ψυχικά/πνευματικά χαρίσματα
- ↪ mental facilities - νοητικές λειτουργίες
- ↪ mental ability - διανοητική ικανότητα
- ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, συνδέεται με την κατάσταση της υγείας του νου ή με τη θεραπεία ασθενειών του νου
- ↪ a mental illness - ψυχική ασθένεια
- ↪ mental health - ψυχική/πνευματική υγεία
- ↪ mental retardation - νοητική καθυστέρηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- extramental
- intermental
- intramental
- mentalese
- mentalist
- mentality
- mentally
- mental age
- mental block
- mental disease
- mental home
- mental patient
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mental (fr) αρσενικό