mental

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

mental (en)

  1. ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, διανοητικός, που συνδέεται ή συμβαίνει στο μυαλό· που περιλαμβάνει τη διαδικασία της σκέψης
    mental gifts/talents - ψυχικά/πνευματικά χαρίσματα
    mental facilities - νοητικές λειτουργίες
    mental ability - διανοητική ικανότητα
  2. ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, συνδέεται με την κατάσταση της υγείας του νου ή με τη θεραπεία ασθενειών του νου
    a mental illness - ψυχική ασθένεια
    mental health - ψυχική/πνευματική υγεία
    mental retardation - νοητική καθυστέρηση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

mental (fr) αρσενικό