διανοητικός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανοητικός < αρχαία ελληνική διανοητικός < διανοέω < διά + νοέω < νόος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.nɔ.i.ti.ˈkɔs/ και /ðʝa.nɔ.i.ti.ˈkɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
διανοητικός
- που σχετίζεται με τη διανόηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- νοητικός
- Στοχαστικός, έννους, νοερός, πνευματικός, εγκεφαλικός.
[επεξεργασία]
- αντιδιανοητικός
- αντιδιανοητικότητα
- αντιδιανοητισμός
- διανοητικά
- διανοητικότητα
- διανοητικώς
- ψυχοδιανοητικός
- → δείτε τις λέξεις: διά και νους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανοητικός