στοχαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοχαστικός η στοχαστική το στοχαστικό
      γενική του στοχαστικού της στοχαστικής του στοχαστικού
    αιτιατική τον στοχαστικό τη στοχαστική το στοχαστικό
     κλητική στοχαστικέ στοχαστική στοχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοχαστικοί οι στοχαστικές τα στοχαστικά
      γενική των στοχαστικών των στοχαστικών των στοχαστικών
    αιτιατική τους στοχαστικούς τις στοχαστικές τα στοχαστικά
     κλητική στοχαστικοί στοχαστικές στοχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοχαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στοχαστικός

  1. που αναλογίζεται με περίσκεψη, που προβληματίζεται αρκετά και σκέφτεται κάτι σε βάθος
  2. (μαθηματικά, στατιστική) που ακολουθεί τυχαία εξέλιξη, η οποία εκφράζεται από κατανομές πιθανοτήτων ή πιθανοκρατικά υποδείγματα (μοντέλα)·
    στα στοχαστικά υποδείγματα οι αρχικές τιμές δεν ερμηνεύουν ή καθορίζουν πλήρως τις μελλοντικές καταστάσεις, όπως στα ντετερμινιστικά, αλλά μας δίνουν τις πιθανότητές τους ως ενδεχομένων
     συνώνυμα: τυχαίος,  αντώνυμα: ντετερμινιστικός
    → δείτε και τον όρο στοχαστική μουσική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]