stochastique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stɔ.kas.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stochastique stochastiques

stochastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό