γενναιόφρονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόφρων
γενναιόφρονας
η γενναιόφρων το γενναιόφρον
      γενική του γενναιόφρονος
γενναιόφρονα
της γενναιόφρονος του γενναιόφρονος
    αιτιατική τον γενναιόφρονα τη γενναιόφρονα το γενναιόφρον
     κλητική γενναιόφρων
γενναιόφρονα
γενναιόφρων γενναιόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόφρονες οι γενναιόφρονες τα γενναιόφρονα
      γενική των γενναιοφρόνων των γενναιοφρόνων των γενναιοφρόνων
    αιτιατική τους γενναιόφρονες τις γενναιόφρονες τα γενναιόφρονα
     κλητική γενναιόφρονες γενναιόφρονες γενναιόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γενναιόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενναιόφρ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα

Επίθετο

[επεξεργασία]

γενναιόφρονας, -ων, -ον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]