γενναιόφρονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενναιόφρων & γενναιόφρονας |
η | γενναιόφρων | το | γενναιόφρον |
γενική | του | γενναιόφρονος & γενναιόφρονα |
της | γενναιόφρονος | του | γενναιόφρονος |
αιτιατική | τον | γενναιόφρονα | τη | γενναιόφρονα | το | γενναιόφρον |
κλητική | γενναιόφρων & γενναιόφρονα |
γενναιόφρων | γενναιόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενναιόφρονες | οι | γενναιόφρονες | τα | γενναιόφρονα |
γενική | των | γενναιοφρόνων | των | γενναιοφρόνων | των | γενναιοφρόνων |
αιτιατική | τους | γενναιόφρονες | τις | γενναιόφρονες | τα | γενναιόφρονα |
κλητική | γενναιόφρονες | γενναιόφρονες | γενναιόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενναιόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενναιόφρ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα
Επίθετο
[επεξεργασία]γενναιόφρονας, -ων, -ον
- (λόγιο) μορφή του γενναιόφρων με νεότερες καταλήξεις: μεγαλόψυχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενναιόφρονας
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρονας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ονας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)