γενναίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γενναίων
- γενική πληθυντικού του γενναίος
- γενική πληθυντικού του γενναία
- γενική πληθυντικού του γενναίο
γενναίων