ὑγιᾶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υγιά

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ὑγιᾶ

Πηγές[επεξεργασία]

  • The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOIεισαγωγή
    ※  κεφάλαιο 3.3.3. Adjectives in -ης, σελ.771, Neuter.
    There is, however, limited evidence of innovative forms: nom./acc. -α is found in some documents from Sicily (12th–13th c.); interestingly, a form ὑγιᾶ occurs in two texts of Zakynthian provenance (a document of 1591 and a dramatic work by Montselese)
    Υπάρχει παρ' όλ' αυτά, μαρτυρία περιορισμένης έκτασης για νεοφανείς τύπους: ονομαστική/αιτιατική[πληθυντικού] σε -α υπάρχει σε ορισμένα έγγραφα από τη Σικελεία (12ου-13ου αιώνα)· είναι ενδιαφέρον, ότι ο τύπος ὑγιᾶ απαντά σε δύο κείμενα ζακυνθινής προέλευσης (ένα έγγραφο του 1591 κι ένα δράμα του Θεόδωρου Μοντσελέζε (Teodoro Montselese, Εὐγένα) Απόδοση:Βικιλεξικό]
    ※  [σελ. 772:] (Ζάκυνθος, 1591 Βαγιακᾶκος Δ. B., «Συμβολὴ εἰς τὰ περὶ Νίκλων-Νικλιάνων τῆς Μάνης», περιοδική Ἀθηνᾶ 53 (1949), σελίδες 147–194: σελ.162.10)
    νὰ εἶναι καλοῦ κορμιοῦ, διπλᾶ, ὑγιᾶ



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ὑγιᾶ

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ὑγιής, συνηρημένη μορφή του ὑγιέα
    άλλη μορφή του ὑγιῆ
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ὑγιές) του ὑγιής
    άλλη μορφή του ὑγιῆ

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ὑγιᾶ