-ερός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ερός | η | -ερή | το | -ερό |
γενική | του | -ερού | της | -ερής | του | -ερού |
αιτιατική | τον | -ερό | τη(ν) | -ερή | το | -ερό |
κλητική | -ερέ | -ερή | -ερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -εροί | οι | -ερές | τα | -ερά |
γενική | των | -ερών | των | -ερών | των | -ερών |
αιτιατική | τους | -ερούς | τις | -ερές | τα | -ερά |
κλητική | -εροί | -ερές | -ερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ερός, -ερά, -ερόν < -ηρός, -ηρά, -ηρόν [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ε‐ρός
Επίθημα
[επεξεργασία]-ερός, -ή, -ό
- επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων που παράγονται
- από ουσιαστικά και δηλώνουν ότι η παράγωγη λέξη είναι γεμάτη με στοιχεία της πρωτότυπης
- από ρήματα και δηλώνουν ότι η παράγωγη λέξη έχει την ιδιότητα, το βασικό χαρακτηριστικό ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ερός στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε -ερός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ -ερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ερός, -ερά, -ερόν < -ηρός, -ηρά, -ηρόν [1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ -ερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -ερός | ἡ | -ερᾱ́ | τὸ | -ερόν |
γενική | τοῦ | -εροῦ | τῆς | -ερᾶς | τοῦ | -εροῦ |
δοτική | τῷ | -ερῷ | τῇ | -ερᾷ | τῷ | -ερῷ |
αιτιατική | τὸν | -ερόν | τὴν | -ερᾱ́ν | τὸ | -ερόν |
κλητική ὦ! | -ερέ | -ερᾱ́ | -ερόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | -εροί | αἱ | -εραί | τὰ | -ερᾰ́ |
γενική | τῶν | -ερῶν | τῶν | -ερῶν | τῶν | -ερῶν |
δοτική | τοῖς | -εροῖς | ταῖς | -εραῖς | τοῖς | -εροῖς |
αιτιατική | τοὺς | -ερούς | τὰς | -ερᾱ́ς | τὰ | -ερᾰ́ |
κλητική ὦ! | -εροί | -εραί | -ερᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ερώ | τὼ | -ερᾱ́ | τὼ | -ερώ |
γεν-δοτ | τοῖν | -εροῖν | τοῖν | -εραῖν | τοῖν | -εροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ερός στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ερός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ηρός στο Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)