λάσπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάσπη | οι | λάσπες |
γενική | της | λάσπης | των | λασπών |
αιτιατική | τη | λάσπη | τις | λάσπες |
κλητική | λάσπη | λάσπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάσπη < μεσαιωνική ελληνική λάσπη < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.spi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐σπη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάσπη θηλυκό
- μείγμα από χώμα και νερό, η παχύρρευστη μορφή που παίρνει το χώμα όταν δεχτεί μεγάλη ποσότητα βροχής
- ※ Ἀλλ' ἔξαφνα μὲς στὴ βοὴ γενναῖο παλληκάρι / καβάλλα σὲ μοναστηριοῦ ἀβάστακτο μουλάρι, / ὡς τὸν ἀρχαῖον ἄγγελον τοῦ Μαραθῶνος τρέχει / κι' εἰς τοῦ Σταυροῦ τοὺς μαχητὰς φωνάζει ὅτι βρέχει. / Βροχὴ καὶ λάσπη πλάκωσε... κρῖμα καὶ πάλι κρῖμα... / κάτω ἀμέσως τἄρματα, μὴν προχωρῆτε βῆμα. (Γεώργιος Σουρής, Ψευτοπόλεμος του Σταυρού, 1885)
- μείγμα από χώμα, νερό και άλλα υλικά (π.χ. τσιμέντο άχυρα, ασβέστη), ως οικοδομικό υλικό
- το παχύρρευστο κατακάθι που σχηματίζεται στον πυθμάνα δοχείων ή κοιλοτήτων με νερό
- (μεταφορικά) η μορφή που παίρνουν κάποια υλικά (π.χ. ζυμαρικά, ρύζι), όταν παραβράσουν
- (μεταφορικά) η συκοφαντία
- (μεταφορικά) η ανηθικότητα, η ανήθικη ζωή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κόβω λάσπη : φεύγω γρήγορα και κρυφά, το σκάω
- είμαι λάσπη: δεν κάνω τίποτα, από κούραση, εξάντληση ή βαρεμάρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- λασποβροχή
- λασπολογία, λασπολόγος, λασπολογώ
- λασπόλουτρο
- λασπομαχία, λασπομάχος
- λασπονέρι, λασπόνερο
- λασποτόπι, λασπότοπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάσπη
|
[επεξεργασία]
- ↑ λάσπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)