λάσπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λάσπη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάσπη οι λάσπες
      γενική της λάσπης των λασπών
    αιτιατική τη λάσπη τις λάσπες
     κλητική λάσπη λάσπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάσπη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λάσπη < άγνωστης ετυμολογίας[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈla.spi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐σπη
Αγόρι που παίζει με τη λάσπη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάσπη θηλυκό

  1. μείγμα από χώμα και νερό, η παχύρρευστη μορφή που παίρνει το χώμα όταν δεχτεί μεγάλη ποσότητα βροχής
    ※ Ἀλλ' ἔξαφνα μὲς στὴ βοὴ γενναῖο παλληκάρι / καβάλλα σὲ μοναστηριοῦ ἀβάστακτο μουλάρι, / ὡς τὸν ἀρχαῖον ἄγγελον τοῦ Μαραθῶνος τρέχει / κι' εἰς τοῦ Σταυροῦ τοὺς μαχητὰς φωνάζει ὅτι βρέχει. / Βροχὴ καὶ λάσπη πλάκωσε... κρῖμα καὶ πάλι κρῖμα... / κάτω ἀμέσως τἄρματα, μὴν προχωρῆτε βῆμα.
    Γεώργιος Σουρής, Ψευτοπόλεμος του Σταυρού, 1885
  2. μείγμα από χώμα, νερό και άλλα υλικά (όπως τσιμέντο άχυρα, ασβέστη), ως οικοδομικό υλικό
     συνώνυμα: χαρμάνι
  3. το παχύρρευστο κατακάθι που σχηματίζεται στον πυθμάνα δοχείων ή κοιλοτήτων με νερό
  4. (μεταφορικά) η μορφή που παίρνουν κάποια υλικά (π.χ. ζυμαρικά, ρύζι), όταν παραβράσουν
     συνώνυμα: πολτός, χυλός
  5. (μεταφορικά) η συκοφαντία
  6. (μεταφορικά) η ανηθικότητα, η ανήθικη ζωή
     συνώνυμα: βούρκος, διαφθορά, κατάπτωση, ξεπεσμός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Σύνθετα[επεξεργασία]

με πρώτο συνθετικό λασπ- λασπο- λασπερο-, όπως

με δεύτερο συνθετικό λάσπη, όπως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάσπη < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Έχουν προταθεί αβέβαιες συνδέσεις όπως: [2] (ελληνιστική κοινήἑλεσπίς (έλος), αρχαία ελληνική θλάσπις (είδος βοτάνου), αρχαία ελληνική λάπη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάσπη θηλυκό

  1. λάσπη, βούρκος
  2. υποστάθμη ή βυθός θάλασσας, λίμνης, ποταμού
  3. βρομιά
  4. (μεταφορικά) πονηρή σκέψη

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λάσπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]