λασπολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λασπολογώ < λασπο- (< λάσπη) + -λογώ (< λόγος)

Ρήμα[επεξεργασία]

λασπολογώ

  • διαδίδω ανυπόστατες φήμες με αποτέλεσμα να διασύρω κάποιον

~