λασπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.spoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σπω‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]λασπωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λασπώνω: γεμάτος λάσπες
- ※ Κατέβηκε από το Πίντσιο και βάδισε ώρα πολλή δίπλα στον Τίβερη, που κατέβαζε λασπωμένα νερά.
- Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, 1950 [μυθιστόρημα], επανέκδοση του: «Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη» στην τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές (1933)
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Κατέβηκε από το Πίντσιο και βάδισε ώρα πολλή δίπλα στον Τίβερη, που κατέβαζε λασπωμένα νερά.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη λάσπη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]λασπωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λασπώνω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)