ασβέστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσβέστης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασβέστης οι ασβέστες
      γενική του ασβέστη των ασβεστών
    αιτιατική τον ασβέστη τους ασβέστες
     κλητική ασβέστη ασβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασβέστης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβέστης < ἀσβέστιν[1] < αρχαία ελληνική ἄσβεστος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈzve.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβέ‐στης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος

  • (οικοδομική) υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ψευδόφιλες λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]