mud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mud (en) (μη μετρήσιμο)

  • η λάσπη, το παχύρρευστο μείγμα από χώμα και νερό
    ⮡  The road is covered with mud.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος λάσπες.
    ⮡  She stepped in the mud and got her shoes dirty.
    Πάτησε στις λάσπες και λέρωσε τα παπούτσια της.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]