Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανηθικότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανηθικότητα οι ανηθικότητες
      γενική της ανηθικότητας των ανηθικοτήτων
    αιτιατική την ανηθικότητα τις ανηθικότητες
     κλητική ανηθικότητα ανηθικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανηθικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνηθικότης < ανήθικος [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανηθικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κανείς ανήθικος
      η ανηθικότητα αυτού του ανθρώπου έχει ξεπεράσει κάθε όριο
  2. η έλλειψη ηθικής
      η ανηθικότητα των πράξεών σου με αφήνει άναυδο
  3. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής
      αυτό που έκανες ήταν ανηθικότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ήθος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]