turpitude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turpitude | turpitudes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turpitude (fr) θηλυκό
- αισχρότητα
- αισχρά γραπτά ή πράξεις ή λόγια
ενικός | πληθυντικός |
turpitude | turpitudes |
turpitude (fr) θηλυκό