Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαφθορά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαφθορά οι διαφθορές
      γενική της διαφθοράς των διαφθορών
    αιτιατική τη διαφθορά τις διαφθορές
     κλητική διαφθορά διαφθορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαφθορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφθορά < διαφθείρω < διά + φθείρω. Μορφολογικά, δια-, φθορά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.fθoˈɾa/ και /ðʝa.fθoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαφθορά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαφθορά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]