φθορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φθορά | οι | φθορές |
γενική | της | φθοράς | των | φθορών |
αιτιατική | τη | φθορά | τις | φθορές |
κλητική | φθορά | φθορές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθορά < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φθορά θηλυκό
- σταδιακή υλική ζημιά
- ένας προσεκτικός έλεγχος έδειξε τις φθορές που έχουν υποστεί οι καλωδιώσεις με το πέρασμα του χρόνου
- σταδιακή μείωση της σημασίας ή του κύρους.
Σύνθετα[επεξεργασία]
αγγλικάwear
γαλλικάdétérioration
γερμανικάVerschlechterung
ιταλικάdeterioramento
ολλανδικάachteruitgang
ιαπωνικά劣化
ισπανικά
deterioro
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθορά < από το θέμα φθορ- του φθείρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἡ φθορά τῆς φθορᾶς (και ἡ φθορή)
- καταστροφή, ερείπωση, θάνατος από λοιμό
- Ἰλίου φθοράς : η καταστροφή του Ιλίου
- τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι : δεν αναφέρεται ποτέ άλλοτε τέτοιος λοιμός και θνησιμότητα
- βιασμός, ξελόγιασμα
- δοῦναι δίκας ὑπὲρ τῆς φθορᾶς τῶν παρθένων
- αποβολή ή άμβλωση
- φθορά τοῦ ἐμβρύου
- ανάμιξη χρωμάτων
- τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ὁ φθόρος
[επεξεργασία]
- ὁ φθορεύς (διαφθορέας)
- ὁ ἡ φθόριος, το φθόριον (φονικός, καταστρεπτικός, αυτός που προκαλεί αποβολή του εμβρύου)