détérioration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
détérioration | détériorations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
détérioration (fr) θηλυκό
- η επιδείνωση, η χειροτέρευση, η υποβάθμιση, η φθορά