υποβάθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποβάθμιση | οι | υποβαθμίσεις |
γενική | της | υποβάθμισης* | των | υποβαθμίσεων |
αιτιατική | την | υποβάθμιση | τις | υποβαθμίσεις |
κλητική | υποβάθμιση | υποβαθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποβαθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποβάθμιση < υποβαθμίζω + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.poˈva.θmi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποβάθμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποβαθμίζω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποβάθμιση