wear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wears |
αόριστος | wore |
παθητική μετοχή | worn |
ενεργητική μετοχή | wearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
wear (en)
- φορώ, είμαι ντυμένος ή στολισμένος με κάτι
- είμαι χτενισμένος με κάποιο τρόπο
- wear my hair down
- μοντάρω ή φέρω εξάρτημα
- η φθορά