Μετάβαση στο περιεχόμενο

λάμπω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlam.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λάμπω

λάμπω, πρτ.: έλαμπα, στ.μέλλ.: θα λάμψω, αόρ.: έλαμψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ακτινοβολώ φως
      ο ήλιος λάμπει
      Ο Σακαρέλος κοίταξε άφωνος τα μάτια της, που λάμπανε στο σκοτάδι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
  2. (μεταφορικά)
      το δωμάτιο έλαμπε από καθαριότητα
      το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • λάμπει διά της απουσίας του (ειρωνικά, συνήθως στον αόριστο) έλαμψε δια της απουσίας του

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
λαμπ- 

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p (λάμπω) με ένρινο ένθημα -μ-[1]

λάμπω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.