shine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | shine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shines |
αόριστος | shone, shined |
παθητική μετοχή | shone, shined |
ενεργητική μετοχή | shining |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shine (en)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | shine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shines |
αόριστος | shined |
παθητική μετοχή | shined |
ενεργητική μετοχή | shining |
shine (en)
- (μεταβατικό) γυαλίζω
- I shine my shoes - γυαλίζω τα παπούτσια μου